προσεπικρεμάννυμι

προσεπικρεμάννυμι
Α [ἐπικρεμάννυμι]
κρεμώ επάνω σε κάτι ή σε κάποιον κάτι ακόμη, επικρεμώ επί πλέον («προσεπικρεμασθήτω τούτου ὄπισθέν τις... παῑς», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”